- χειριώ
- και χειρῶ, -άω, Αέχω χειράδες, σκασίματα στα χέρια («χειριᾱν δὲ ἐκάλουν τὸ κατερρῆχθαι τὰς χεῑρας ἤ ἀλγεῑν ἐκ κόπου», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ-άς «σκάσιμο τών χεριών» + κατάλ. -ιάω, -ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἀρρωστ-ιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.